- ψυχολογικός
- η , ό[ν] психологический;
ψυχολογική στιγμή — психологический момент;
ψυχολογική κατάσταση — душевное состояние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχολογική στιγμή — психологический момент;
ψυχολογική κατάσταση — душевное состояние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία («ψυχολογική έρευνα») 2. ψυχικός («ψυχολογική κατάσταση») 3. φρ. α) «ψυχολογικές δοκιμασίες και μετρήσεις» (ψυχολ.) η ψυχομετρία β) «ψυχολογική βία» βλ. βία γ) «ψυχολογική σχολή» (οικον.)… … Dictionary of Greek
ψυχολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία: Ασχολείται με ψυχολογικές έρευνες. 2. ψυχικός: Δεν ξέρουμε ποια ήταν η ψυχολογική του κατάσταση. 3. «ψυχολογικό εργαστήριο», το επιστημονικό εργαστήριο όπου γίνονται ψυχολογικές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
υποκειμενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική») 2. (κατ επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός 3.… … Dictionary of Greek
βολονταρισμός — Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η νόηση (ταυτόσημοι είναι και οι όροι βουλησιαρχία και βουλησιοκρατία). Αφορά τους τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.… … Dictionary of Greek
Ζανέ, Πιερ — (Pierre Janet, Παρίσι 1859 – 1947). Γάλλος ψυχίατρος και ψυχολόγος. Θεωρείται, μαζί με τον Φρόιντ, πατέρας της σύγχρονης δυναμικής ψυχολογίας. Ήταν μαθητής του Σαρκό στο Παρίσι και μετά το 1898 δίδαξε στη Σορβόνη. Η μεγαλύτερη συμβολή του Ζ. στην … Dictionary of Greek
Μπέτι, Ούγκο — (Hugo Betti, Καμερίνο 1892 – Ρώμη 1953). Ιταλός ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και δημοσίευσε νεότατος τις Παραλλαγές του Κάτουλλου· στρατεύτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και πέρασε μια μεγάλη περίοδο στην… … Dictionary of Greek